- νάρθηκας
- Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν δύο ν., ο εξωνάρθηκας και ο εσωνάρθηκας. Εκεί στέκονταν οι κατηχούμενοι ή οι χριστιανοί που μετανοούσαν. Στον ν., που πολλές φορές ονομάζεται και πρόναος, τελούνται και ορισμένες ακολουθίες, όπως το πρώτο μέρος του ασματικού όρθρου και ο Νιπτήρας τη Μεγάλη Πέμπτη.
* * *και νάρθηξ, ο (ΑΜ νάρθηξ, Μ και νάρθηκας και ἄρτηκας και νάρτηκας)1. βοτ. ποώδες φυτό γνωστότερα είδη τού οποίου, κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση, είναι τα νάρθηξ ο κοινός και νάρθηξ ο γλαυκός, τού γένους φέρουλα2. ο βλαστός τού φυτού αυτού, με παχιά εντεριώνη («κλέψας [ο Προμηθέας] πυρὸς τηλέσκοπον αύγήν ἐν κοΐλῳ νάρθηκι», Ησίοδ.)3. ιατρ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση τμημάτων τού σκελετού, ιδίως, τών άκρων, σε περίπτωση κατάγματος, εξαρθρήματος ή βαρέος τραύματος4. το τμήμα που βρίσκεται πριν από τον κυρίως ναό, ο πρόναος τών χριστιανικών ναών5. μικρή θήκη, κιβώτιο, πυξίδα, που χρησιμεύει για τη φύλαξη ιδίως αρωμάτων ή φαρμάκωναρχ.1. ράβδος που χρησιμοποιούσαν οι παιδαγωγοί ως σωφρονιστικό μέσο τών παιδιών2. ρόπαλο που προοριζόταν για στρατιωτική εξάσκηση3. ως κύριο όν. Νάρθηξτίτλος ιατρικών έργων τού Κρατίππου, τού Σωρανού, κ.ά.4. σχίζες από το ομώνυμο φυτό με τις οποίες περιέδεναν μέλη τού σώματος που είχαν υποστεί θλάση5. η πολύτιμη θήκη, το κιβώτιο, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος φύλαγε το χειρόγραφο τής Ιλιάδας το οποίο είχε διορθώσει ο Αριστοτέλης και που γι' αυτό η έκδοση εκείνη λεγόταν «ἡ ἐκ νάρθηκος» (Στράβ., Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. νάρθηξ < *νάρθ-ᾶκ-ς (όπως μαρτυρούν το παρ. ρ. ναρθακιάω και ο παράλλ. τ. νάθραξ που προέκυψε με μετάθεση), με τροπή τού επιθήματος -ᾶκ- σε -ηκ- στην Ιωνική κατ' αναλογία προς άλλα ονόματα φυτών και ζώων (πρβλ. μύρμηξ, ὄρπηξ). Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. nada «καλάμι» και το λιθουαν. nendre «καλάμι», χωρίς να είναι βέβαιη η ΙΕ τους προέλευση. Ενδιαφέρουσα είναι η σημασιολογική του εξέλιξη. Η χρήση τού κοίλου εσωτερικού τού καλαμιού για τη μεταφορά μικρών αντικειμένων (όπως λ.χ. τών αναμμένων κάρβουνων από τον Προμηθέα όταν έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς) οδήγησε στη σημασία «κουτί». Από αυτήν εξελίχθηκε η σημασία «πρόναος». Ο τ., τέλος, ἄρτηκας < νάρθηκας με σίγηση τού αρκτικού ν- (πρβλ. Ναξιώτης - Αξιώτης).ΠΑΡ. ναρθηκία, ναρθήκιο(ν)αρχ.ναρθήκινος, ναρθηκιώαρχ.-μσν.ναρθηκίζω, ναρθηκώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. ναρθηκοειδής, ναρθηκοπλήρωτος, ναρθηκοφανής, ναρθηκοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.